καταδουλώ — καταδουλῶ, όω (AM, Μ και καταδουλώνω) [κατάδουλος] υποδουλώνω, υποτάσσω μσν. 1. πιάνω κάποιον αιχμάλωτο, σκλαβώνω 2. κρατώ ως σκλάβο 3. συγκρατώ 4. (για ερωτικό πάθος) κάνω κάποιον δικό μου, υποχείριό μου αρχ. 1. μτφ. υποδουλώνω τον νου 2.… … Dictionary of Greek
ακαταδούλωτος — η, ο (Α ἀκαταδούλωτος, ον) [καταδουλῶ] 1. αυτός που δεν έχει υποδουλωθεί ή που δεν μπορεί κανείς να τόν υποδουλώσει 2. ο αδούλωτος στο φρόνημα … Dictionary of Greek
καταδουλίζω — (Α) καταδουλεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καταδουλῶ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
καταδουλεύομαι — (Α) υποδουλώνω κάποιον για ωφέλειά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καταδουλῶ κατά τα ρ. σε εύω / εύομαι, στη μέση φωνή ως μέσο δυναμικό] … Dictionary of Greek
καταδούλωσις — καταδούλωσις, ἡ (Α) [καταδουλώ] υποταγή, υποδούλωση … Dictionary of Greek
προκαταδουλούμαι — όομαι, Α υποτάσσομαι, υποδουλώνομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταδουλῶ «υποδουλώνω, υποτάσσω»] … Dictionary of Greek
συγκαταδουλώ — όω, Α συνεργώ στην υποδούλωση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταδουλῶ «υποδουλώνω, υποτάσσω»] … Dictionary of Greek